εμπάργκο

εμπάργκο
(embargo). Όρος που προέρχεται από την ισπανική λέξη empargar (κατέχω, κρατώ) και αναφέρεται σε μια ειδική μορφή οικονομικού αποκλεισμού, που στοχεύει στην άσκηση πίεσης στη χώρα στην οποία επιβάλλεται. Συνίσταται στην άρνηση προμήθειας όπλων ή άλλων αγαθών σε κάποιο κράτος, από χώρες ή και ιδιωτικούς οργανισμούς που έχουν αναλάβει τέτοιες προμήθειες συμβατικά. Παράδειγμα αποτελεί η απόφαση των ΗΠΑ να απαγορεύσουν κάθε προμήθεια στην Κούβα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, καθεστώς που υφίσταται έως σήμερα. Ανάλογα, οι ΗΠΑ επέβαλαν ε. κατά της Τουρκίας μετά την επέμβασή της (1974) στην Κύπρο, το οποίο όμως ήραν (1978) πριν από την εκπλήρωση των όρων που είχαν τεθεί στην Τουρκία. Με απόφαση των Ηνωμένων Εθνών επιβλήθηκε ε. στη Νότια Αφρική για τo θέμα της Ναμίμπια, ενώ προηγουμένως, με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, είχε επιβληθεί οικονομικός αποκλεισμός στη Ροδεσία (δεκαετία 1970) για τη ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησής της. Με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του OHE επιβλήθηκε ε. στο Ιράκ το 1991, στη Λιβύη και στην πρώην Γιουγκοσλαβία το 1992. Νέο ε. επιβλήθηκε στη Γιουγκοσλαβία από το ΝΑΤΟ στη διάρκεια της κρίσης του Κοσσυφοπεδίου (1999). Στην πρακτική του οικονομικού αποκλεισμού, καθιερώθηκε η έννοια της μαύρης λίστας (black list), η οποία περιλαμβάνει τις χώρες και τους εμπορικούς οργανισμούς που αποκλείονται από την ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών. Παρ’ όλα αυτά, ως διπλωματικό μέσο πίεσης, το ε. έχει αποδειχτεί ανεπαρκές ιστορικά, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει κατορθώσει να επιτύχει τους καθορισμένους στόχους. Διαδηλώσεις στην Αβάνα της Κούβας, το 2000, εναντίον του συνεχιζόμενου εμπάργκο κατά της χώρας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμπάργκο — το (λ. αγγλ. από τα ισπαν.) 1. εμπορικός αποκλεισμός, απαγόρευση εισαγωγής και εξαγωγής ορισμένων ειδών. 2. απαγόρευση απόπλου ξένων πλοίων από τα λιμάνια ενός κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Κάστρο, Φιντέλ — (Fidel Castro, 1927 –). Κουβανός πολιτικός, πρόεδρος της Κούβας (1959 ). Γιος πλούσιου γαιοκτήμονα, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αβάνας, όπου πήρε μέρος στο πολιτικό κίνημα των φοιτητών. Στη συνέχεια άσκησε για σύντομο χρονικό διάστημα το …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”